Δεν υπάρχει γατρειά, όλα πάνε μπροστα,
εγώ μένω εδώ και νομίζω ότι ζω ξανά
σαν τον κλέφτη στο φως, μα περνάει ο καιρός,
δε θυμάμαι το χθες, δε θυμάμαι το πώς.
Μια φορά ήσουν εδώ.
Ξεφτισμένη σκιά, κολλημένο μυαλό,
όλα πάνε μπροστά, εγώ μένω εδώ ξανά.
Το κορμί μου τρυπάει, ο αέρας με τυφλώνει, με καίει,
μες στο αίμα μου ρέει το ταξίδι της σφαίρας.
Μην μιλάς πουθενά δε θα βγάλει, το μαρτύριο πέρασαν κι άλλοι,
είναι ο πόνος ζεστός, η ανάγκη μεγάλη, γλυκιά παραζάλη.
Μια φορά ήσουν εδώ.
Πήρα μαζί μου το κεφάλι μου απ’ το σπίτι,
δεν ξέχασα απολύτως τίποτα, μόνο τη λύπη.
Επέλεξα να ζήσετε μαζι μου, ότι μου λείπει,
ήταν δύσκολο να αποδεχτώ πως κάτι δε μου ανήκει.
Τι έχει μείνει, κάτσε να θυμηθώ τι έχει γίνει.
Μια φορά ήσουν εδώ μα δύο στου κόσμου την πρύμνη
όλοι ίδιοι, όλοι ωριμάζουν με βάση τη μνήμη.
Για αυτό πες μου ποιο το παρελθόν σου πριν γίνουμε φίλοι.
Οτιδήποτε, το κενό απ’ το βλέμμα πια δεν κρύβεται,
μα ψάχνω έστω μια σπίθα για να πω πως κάτι γίνεται.
Πολύ κοντά στο τέρμα, πολύ κοντά σε μένα,
πολύ καλά κι αυτό σημαίνει απότομα πυθμένα.
Θα παραδεχτώ ότι είμαι συγκινημένος,
φαντάστικα ένα πιο αίσιο τέλος με κακή αρχή,
μα ένα το συμπέρασμα που έβγαλα στο τέλος
για να δεις πιο καθαρά κάνε τοπίο αναστροφή.