Υγρές γειτονιές
μ’ απλές συνταγές
η μοίρα χορταίνει την άδεια ζωή.
Σε μπαρ σκοτεινά,
σε σπίτια ορφανά
η πόλη ανασαίνει δική μας πνοή.
Με μάτια βουβά,
κομμένα φτερά
πονάμε, αγαπάμε, γευόμαστε φως
κει που οι ρεματιές
χαθήκαν στο χθες
σκορπίστηκε της ζήσης μας ο αφρός.
Για μας τους απλούς
τους καθημερνούς
η θλίψη μας μοιάζει χαλί μαγικό
μάς πάει εκεί
που η κάπνα αρκεί
καθώς σιγοκαίει φεγγάρι χλωμό.
Τσιγάρα στριφτά,
διπλά τα ποτά,
το σήμερα είναι μια κόπια του χθες
με κρύφιους λυγμούς
και με νυσταγμούς
τους κόσμους μας κρύψαμε μες στις καρδιές.
Τι κι αν οι πνοές
μάς βγαίνουν βαριές
τι κι αν οι μιλιές μας γοργά ξεψυχούν
μιζέρια γλυκιά
μάς βρίσκει ξανά
σαν λίγο τα βλέμματα συναντηθούν.
Βιτρίνες παντού
με λάμψη χρυσού
μα ο κόσμος δεν ζει μοναχά με ψευτιές.
Για μας η ζωή
μια πήχη κλαδί
που ανθεί μεθυσμένο σε υγρές γειτονιές.
Dieser text wurde 285 mal gelesen.