Το φεριμπότ "Κυκλάδες" τις Τετάρτες
περνούσε το βραδάκι από το νησί
στους παιδικούς μου άτλαντες και χάρτες
ήταν διακεκομμένη κόκκινη γραμμή.
Κι ο προβολέας του σαν το λιβάδι
σκορπούσε απλόχερα το φως του τ’ ασημί
στα βράχια τα ξερά και στο λιβάδι,
σ’ ανθρώπων ξεχασμένων τη σιωπή.
Το άπλετο το φως του προβολέα
όταν ανίχνευε την πονεμένη γη
θαρρείς πως άνοιγε κάποια αυλαία
να παίξει το έργο της η ίδια η ζωή.
Κι από το μέλλον φώτιζαν αστράκια
τα χρόνια κείνα που `μουνα παιδί μικρό,
που έπαιζα κρυφτό μες στα σοκάκια
και στην ακρογιαλιά κυνηγητό.
Η άφιξη του φεριμπότ "Κυκλάδες"
έμοιαζε πάντα με παράξενη γιορτή
παιδιά αφήναν πίσω τις μανάδες
κι άντρες γυρίζανε από την ξένη γη.
Γι’ αυτό και σαν ερχόντουσαν Τετάρτες
το φεριμπότ "Κυκλάδες" σαν την κιβωτό
γέμιζε το γκαράζ του μ’ αυταπάτες
μ’ όνειρα, νόστο και ξενιτεμό.
Dieser text wurde 269 mal gelesen.