Το χέρι μου κρατάει
και στους δρόμους βαδίζουμε μες στη βροχή.
Γελάει και με κοιτάει,
μ’ ένα ήρεμο βλέμμα απλά με ρωτάει
τι σημαίνουν όλα αυτά σ’ αυτή την αγορά,
αυτός ο κόσμος τι ζητά, τι συλλογιέται.
Φεύγει κι έρχεται ξανά,
μα τι τον τυραννά;
Σαν φτάνει, το ξεχνά
και πια δεν το θυμιέται.
Άννα, μη με ρωτάς,
Άννα, μη με ρωτάς.
Αυτός ο κόσμος πού τελειώνει
και πού έχει αρχή;
Άννα, μη με ρωτάς, μωρό μου,
μέσα στη βροχή.
Πού πάνε οι καλοί, πού φεύγουν
και πού οι κακοί;
Άννα, η αγάπη μας, νομίζω,
πρέπει να σ’ αρκεί.