Στήνει στην πόλη ο άνεμος παγίδα
σκορπιός που με δαγκώνει η αγωνία
πέντε χειμώνες και καλό δεν είδα
και λέω ν’ αλλάξω οπτική γωνία.
Πέφτει η ομίχλη στη χλομή λεωφόρο
μια λάμια παζαρεύει τα φιλιά της
μου ’μελλε αναίτιο να πληρώσω φόρο
πριν να κλειστώ στ’ αυθαίρετα δεσμά της.
Ξερνάνε θάνατο τα ωραία φουγάρα
κι εγώ θρηνώ από τώρα τη γενιά μου
φουμάρω αγγλογαλλικά τσιγάρα
κι έχω βηματοδότη στην καρδιά μου.
Πάω στο σταθμό σαν έρχεται το τρένο
ξέχασα: φέυγω ή κάτι περιμένω
κάποιος μιλάει για μέλλοντα επινίκια
και μου γελάει πίσω από δεκανίκια.
Dieser text wurde 289 mal gelesen.