Περασμένη ώρα έξι, περπατάει
μες στου κόσμου τη βοή και σφυρίζει,
το ΠΡΟ ΠΟ του το `χει παίξει
δεν το κέρδισε ποτέ του μια ζωή μα ελπίζει.
Και δεν ζητάει και παλάτια,
ένα χολ με δυο δωμάτια
μια βεράντα για να παίζει το μωρό.
Αν η ΑΕΚ φέρει Δύο
θα γλιτώσει απ’ το κρύο
και τη στήλη του
τη λέει σαν νερό.
Ένα Χι, Χι Δύο,
Ένα Χι, Ένα Χ,
Ένα Δύο, Ένα Δύο, Χι.
Ένα αστέρι τον κοιτάει, σαν να λέει
τυχεράκια πας καλά μη σε νοιάζει.
Στις βιτρίνες σταματάει
με το νου του ολοένα
πιο πολλά αγοράζει.
Μια βάρκα άσπρη με πανάκι
για να φεύγουν και λιγάκι
τα Σαββάτα απ’ της πόλης το κλουβί.
Ο Γαλάκος να σκοράρει
κι από αύριο θα πάρει
και βαρκούλα και μια έγχρωμη TV.
Ένα Χι, Χι Δύο,
Ένα Χι, Ένα Χ,
Ένα Δύο, Ένα Δύο, Χι.
Ένα Δύο Χι,
σαν `ρθει, θα το πιάσει,
Ένα Δύο Χι.
Μια ματιά στο καφενείο
για να πει μια καλησπέρα σαν παλιά
στους συντρόφους.
Ανεβαίνει δύο δύο
ως την πόρτα του σπιτιού του τα σκαλιά
πέντε ορόφους.
Μακαρονάδα παγωμένη
που απόψε τη ζεσταίνει
της ελπίδας του ο ήλιος ο καυτός
αν ο Άρης παίξει μπάλα
κι άμα φέρει Χι η Καβάλα
θα μπορεί να γίνει άνθρωπος κι αυτός.
Ένα Χι, Χι Δύο,
Ένα Χι, Ένα Χ,
Ένα Δύο, Ένα Δύο, Χι.