Του νου τα μαύρα σύννεφα
και της καρδιάς το κρύο,
σπάσανε τα αισθήματα
με χώρισαν στα δυο.
Άδειος ο χρόνος να κυλά
κι εγώ να τον χαζεύω,
άχρωμη η μέρα να περνά
ξανά δεν το παλεύω.
Περνά η ζωή, δεν πιάνεται,
και πώς να την μαζέψεις…
Όνειρο που χάνεται,
και πώς να επιστρέψεις…
Τώρα πλήρης παραίτηση
στο πουθενά η ψυχή,
δίχως καμιά απαίτηση
στο απόλυτο, δειλή.
Και πάλι παρατηρητής
είμαι του εαυτού μου,
γίνομαι μόνιμα κριτής
του ένοχου μυαλού μου.