Μες στα μπαρ ξενυχτάς και στους δρόμους γυρνάς
ώσπου να φέξει.
Παίζεις, ρίχνεις ματιές και γουστάρεις να λες
"όποιος αντέξει"
Και στην τρέλα σου αυτή διψασμένη σε βρίσκει η αυγή
να ζητάς τα κλειδιά που σου πήρε η ζωή.
Βίκυ, σαν με κοιτάς νιώθω πως με ζητάς,
μόνο που εσύ παραμύθι πουλάς,
ν’ αγοράζω εγώ και μ’ αυτό να μεθώ
δίχως να πιω.
Με τα μαύρα μαλλιά και με μάτια υγρά
σπέρνεις φωτιές, μα στη φλόγα σου εσύ
παραμένεις μισή, παγωμένη, γυμνή,
δίχως αρχή.
Νοσταλγείς μα δε ζεις κι όσο βιάζεσαι αργείς,
χάνεις τη μέρα.
Ψάχνεις για ένα πρωί που σου είπε η ζωή
μια καλημέρα.
Έτσι δίχως σκοπό, δίχως τέλος μα και αρχή
από δω κι από κει σε πηγαίνει η ζωή.