Ένα χαρτί τσαλακωμένο
μέσα στα χέρια μου κρατώ
μόνο τρεις λέξεις που μοιραία
λες και αλλάζω το καιρό
μοιάζει η αλήθεια ξεχασμένη
φράση που έμεινε μισή
άνοιξε η πόρτα της ψυχής μου
γλύστρα και φύγε από εκεί
Δε μου φτάνει λες
κι ύστερα σιωπή
δε μου φτάνει κλαις
δάκρυ στο χαρτί
πώς να σηκώσει η καρδιά το ακουστικό
πώς να ξεχάσω το δικό σου αριθμό
σ’ αυτή τη κόλαση θα ζω αφού δεν φτάνει
δε φτάνει πια να σ’ αγαπώ
Ένα κορμί παραδομένο σε μία λάθος φυλακή
σ’ ενα υπόγειο κλειδωμένο ψάχνει φεγγίτη για να βγει
ρίχνει το φως του το φεγγάρι
σαν ανεμόσκαλα μικρή
κι έτσι η αγάπη σκαρφαλώνει
και επιστρέφει στη ζωή
Δε μου φτάνει λες
κι ύστερα σιωπή
δε μου φτάνει κλαις
δάκρυ στο χαρτί
πώς να σηκώσει η καρδιά το ακουστικό
πώς να ξεχάσω το δικό σου αριθμό
σ’ αυτή τη κόλαση θα ζω αφού δε φτάνει
δε φτάνει πια να σ’ αγαπώ