Διδάχτηκες ἀπὸ μικρὸς
τὴν ἔχθρα μὲ τοὺς Οὐρανοὺς
καὶ αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα
ἔρχεται σὲ σκοτασμὸ ὁ Νοῦς.
Ἔλαβες ρηχὲς πληροφορίες
θεωρώντας ὅτι εἶχες Γνώση,
νόμιζες ὅτι προόδευες
μὲ τὸ νὰ σύρεσαι ἀπὸ πτώση σὲ πτώση.
Βασανίστηκες ἀπὸ νωρίς,
ἀναζητώντας χαρὲς θνησιγενεῖς,
χάθηκες μέσα στὶς ἀποπνικτικὲς
ἀναθυμιάσεις τῆς παρακμῆς.
Σπατάλησες χρόνο
με ἀνθρώπους μανιακοὺς γιὰ τὴν ἔνταση,
ἐπὶ μακρὸν ὀλίσθησες μαζί τους
ἀπὸ ψευδαίσθηση σὲ ψευδαίσθηση.
Λόγισες ἀρετὴ
κάθε ἐπαίσχυντο συμβιβασμό,
κάθε ἀπίστευτη μικροψυχία,
κάθε ἀνεκδιήγητη εὐτέλεια,
κάθε σοβαροφανῆ ἀγυρτεία,
σὲ μία ἀτμόσφαιρα
δηλητηριασμένη ἀπὸ τὴν κακία,
μὲ τύπους μαινόμενους γιὰ τὰ ἀργύρια,
σὲ καταναλωτικὴ βακχεία.
Βίωσες τὴν ἐκτεταμένη μωρία,
σὲ μία ἀκοινώνητη κοινωνία,
ὅπου τὰ μέλη της δὲν εἴχανε πρόσωπα,
ἀλλὰ εἴχανε προσωπεῖα,
μὰ ξάφνου μ’ ὅλα αὐτὰ ἦρθες σὲ ρήξη,
ὅταν ἦρθ’ ἡ ἄνωθεν κλήση
κι αἰσθάνθηκες ὅτι,
μέσα ἀπὸ ἕναν ἐφιάλτη εἶχες ξυπνήσει!
Ἀπὸ τὸν θάνατο πρὸς τὴ ζωὴ
καὶ ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό...
Ἀπὸ τὸν θάνατο πρὸς τὴ ζωὴ...
Μακάριοι ὅσοι πορεύονται
τὴν Αἰωνία Ὁδό!
Ἀκολούθησες ὁδοδεῖκτες
ποὺ δείχνανε δυτικὰ τῆς Ἐδέμ,
σύρθηκες ὣς τὸ μηδέν,
προσκύνησες κάθε νεοεποχίκο τοτέμ,
γιατί ἔτσι ἐπίτασσε ἡ νέα θεότητα,
ἡ πολιτικὴ ὀρθότητα
υἱοθέτησες πρότυπα,
ποὺ ἐξέπεμπαν κάθε ἀρνητικὴ ἐπιρροή,
πρωί--βράδυ, βράδυ--πρωί,
προπαγάνδιζαν μία κοσμικὴ ζωή,
ποὺ δὲν τὴ σημάδευε οὔτε ἕνας λόγος,
οὔτε μία πράξη σοβαρή.
Ὅπως στὶς σάρκες τοῦ Ἡρακλῆ,
ὁ χιτώνας τοῦ Νέσσου εἶχε κολλήσει,
ἔτσι κόλλησαν πάνω σου ἀνοίκειες ἕξεις
κι ἔγιναν δεύτερή σου φύση.
Μιλοῦσες γιὰ ἐλευθερία,
τὴ στιγμὴ ποὺ ἤσουν δοῦλος ὅλων τῶν παθῶν
κι ἀντὶ γιὰ ἐμπειρία πνεύματος,
εἶχες παραισθήσεις ναρκωτικῶν.
Γνώρισες ἀγάπες,
ποὺ δὲν εἶχαν βαθύτερες ὑπαρξιακὲς ἀφορμὲς
καὶ πρόσωπα διπρόσωπα,
ποὺ ὁμοίαζαν μὲ τοῦ Ἰανοῦ τὶς προτομές.
Ὑπερκορέστηκες ἀπὸ βλέμματα κενὰ
καὶ ἐπηρμένες ὀφρύες,
ἀτέλειωτες κούφιες κουβέντες,
ἐλαφρὲς φιλολογίες,
λυκοφιλίες,
κυνέρωτες,
ἄφρονες γέλωτες
καὶ ἕνα σωρὸ χαμόγελα τῆς ἐτικέτας,
ἀνθρώπους μὲ κινήσεις μηχανικές,
ὅπως αὐτὲς τῆς μαριονέτας.
Ζοῦσαν ἐνστικτωδῶς,
σκορπίζανε ὅπως τὰ ξερὰ φύλλα στὸν ἄνεμο,
ψυχὲς ποὺ εἴχανε παραδοθεῖ
πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους στὸν θάνατο,
μὰ ξάφνου μ’ ὅλα αὐτὰ ἦρθες σὲ ρήξη,
ὅταν ἦρθ’ ἡ ἄνωθεν κλήση
κι αἰσθάνθηκες ὅτι,
μέσα ἀπὸ ἕναν ἐφιάλτη εἶχες ξυπνήσει!