Ὀδυσσεῦ, αἰσθάνομαι τήν ἐσωτερική ἀνάγκη,
νά σέ πληροφορήσω, ὅτι ἔχει ἀλλάξει ἤ Ἰθάκη.
Στάχτη, το μόνο πού ὑπάρχει ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη.
Δέν φύεται ἡ ἄμπελος, τό ρόδον καί το στάχυ.
Κυριαρχῆσαν οἱ Ἀντίνοες, ὄντες πλείονες.
Κατεστραμμένοι κείτονται ἀνδριάντες καί κίονες.
Βεβηλωμένη ἡ γλώσσα καί τα ἵερα σύμβολα.
χάθηκαν οἱ ρυσίβωμοι, κι ἀπέμειναν τα σκύβαλα.
Ἐκεῖ πού ἄλλοτ’ ἀκτινοβολοῦσε ὁ Ὑπερίων,
τώρα ἔχει πυκνότερο σκότος καί ἀπ’ τήν χώρα τῶν Κιμμερίων.
Ἃπαντες, ἐπιλήσμονες τῶν πατρίων.
Χάσκοντες στή θέα ὀθνείων στοιχείων.
Κατέλαβαν τόν οἶκο σου μνηστῆρες ὑπερεθνικοί.
Οἱ Ἰθακίσιοι γίναν’ ἔποικοι στήν ἴδια τους τη γῆ.
Ὕβρις καί βία, φτάνουν ὡς τόν σιδηροῦν οὐρανό.
Θ'ἀργήσουν οἱ βροτοί νά δοῦν τη ροδοδάκτυλο Ἠῶ!
Ὀδυσσεῦ, καλλίτερα νά ἔμενες στά ξένα,
ἤ ἀκόμη νά χανόσουν μέσα στόν οἴνοπα πόντο.
Ὀδυσσεῦ, καλλίτερα θά ἦτανε γιά σένα,
ἀπό το νά βιώσεις στήν Ἰθάκη τόσο πόνο.
Ὀδυσσεῦ, καλλίτερα ἀπό ἀντιπάλου ἔγχος
νά ἔπιπτες νεκρός μέσα στοῦ Ἰλίου τήν πόλη.
Ὀδυσσεῦ, κάλυψε θανάτου μέλαν νέφος τήν Ἰθάκη
καί σ’ ἔχουν λησμονήσει πλέον ὅλοι.
Ὀδυσσεῦ, ἄσχημα νέα ἀπό τήν πατρίδα γαία.
Αὐτοί πού κάποτε εἶχαν γιά σημαία τήν ἰδέα
καί λογίζονταν γιά φίλοι, ἔχουν πλέον ἐξοκείλει
κι ἔχουν καταπλάκωθει ἀπό τη βαρεία ὕλη.
Ὁμοιάζουν μᾶλλον μέ σκιές παρά μέ ἀνθρώπους
σάν αὐτές πού εἶχες συναντήσει στοῦ Ἅδου τούς δόμους.
Ὅλοι ἀκολουθοῦνε βίο συώδη
καί δέν ὑπάρχει κανείς, γιά νά τούς δώσει το μώλυ.
Σέ βόρβορο βαρβαρικό μετέτρεψαν το χῶρο,
σπέρνουν τοῦ κακοῦ το σπόρο,
ἐκεῖ πού ἀνθίζανε τα κρίνα.
Βλέπεις, διδάχτηκαν νά λατρεύουν τήν ἀσχήμια
κι ὅλα ἐκεῖνα, τα πράγματα πού δέν ἔχουνε σχῆμα.
Φιμώσανε τίς Μοῦσες τῆς ἀληθείας,
κατέστησαν βαστάζοι κάθε ἀλλοτρίου ἰδεολογίας,
φεύγουνε τίς ἀρετές, πράττουνε λεωργά ἔργα,
γοργά, δυστυχῶς, ὁδηγοῦνται πρός τη Φλέγρα!
Ὀδυσσεῦ, καλλίτερα νά ἔμενες στά ξένα,
ἤ ἀκόμη νά χανόσουν μέσα στόν οἴνοπα πόντο.
Ὀδυσσεῦ, καλλίτερα θά ἦτανε γιά σένα,
ἀπό το νά βιώσεις στήν Ἰθάκη τόσο πόνο.
Ὀδυσσεῦ, καλλίτερα ἀπό ἀντιπάλου ἔγχος
νά ἔπιπτες νεκρός μέσα στοῦ Ἰλίου τήν πόλη.
Ὀδυσσεῦ, κάλυψε θανάτου μέλαν νέφος τήν Ἰθάκη
καί σ’ ἔχουν λησμονήσει πλέον ὅλοι.