Και πάνω που με τύλιξαν με τρόπο
και θέλανε και γάμο ολοταχώς
μου το ’πανε μ’ αφήσανε στον τόπο,
σαν θέλει η νύφη θέλει κι ο γαμπρός.
Την ώρα που μου φέρναν τον κουμπάρο
χτυπάει το κουδούνι δυνατά.
"Τον κύριο τον παίρνουμε φαντάρο"
μας λεν δυο στρατονόμοι ξαφνικά.
Στην αεροπορία, στο στρατό ξηράς
και στο ναυτικό μας που ’μαθα χρωστάς
την ελευθερία από τον εχθρό
κι από μιας γυναίκας τον βαρύ ζυγό.
Και πάνω που θ’ αλλάζαμε τις βέρες
με πιάνει ένα σύγκρυο πανικός
πως τέλειωσαν του έρωτα οι μέρες,
πως έκλεισα σαν άντρας γενικώς.
Μα όμως δεν ρωτήσαν την πατρίδα
που έχει τις ανάγκες της κι αυτή
και βούτηξε του νόμου η τσιμπίδα
σε δυο λεπτά με ντύσαν στο χακί.
Στην αεροπορία, στο στρατό ξηράς
και στο ναυτικό μας που ’μαθα χρωστάς
την ελευθερία από τον εχθρό
κι από μιας γυναίκας τον βαρύ ζυγό.
Dieser text wurde 263 mal gelesen.