Αχ, πια, θα φύγω μακριά, δε γουστάρω μια,
σ’ ένα μικρό νησί θ’ αράξω και πίσω θα πετάξω
της πόλης τη βουή παντοτινά,
σ’ ένα μικρό νησί θ’ αράξω και πίσω θα πετάξω
της πόλης τη βουή παντοτινά.
Κι όσοι ελπίζουν να με βρουν σ’ αυταπάτη ζουν,
στο μεσοπέλαγο λημέρι ο άνεμος θα φέρει
μονάχα όσους ξέρουν ν’ αγαπούν,
στο μεσοπέλαγο λημέρι ο άνεμος θα φέρει
μονάχα όσους ξέρουν ν’ αγαπούν.
Εκεί, στην άγονη γραμμή μέχρι την αυγή,
κρυφά τη νιότη θα γλεντάω, τον πόνο θα ξεχνάω
και πλούτη θα γεμίζω την ψυχή,
κρυφά τη νιότη θα γλεντάω, τον πόνο θα ξεχνάω
και πλούτη θα γεμίζω την ψυχή.
Αχ, πια, θα φύγω μακριά, δε γουστάρω μια,
σ’ ένα μικρό νησί θ’ αράξω και πίσω θα πετάξω
της πόλης τη βουή παντοτινά,
σ’ ένα μικρό νησί θ’ αράξω και πίσω θα πετάξω
της πόλης τη βουή παντοτινά.