Παραμιλάω μες στη νύχτα
και με βρίσκει το πρωί
σ’ ένα παγκάκι να κοιμάμαι
με κουβέρτα τη σιωπή.
Στην παγωνιά σου είμαι σπουργίτι,
πού να πάω, πού να κρυφτώ;
Έγινε φυλακή ο κόσμος
και φοβάμαι να σκεφτώ.
Τι κατάλαβες που μ’ έκανες κουρέλι,
τι κατάλαβες που μ’ έκανες τρελή;
Μια εξήγηση η φτωχή καρδιά μου θέλει
και ας είναι η χαριστική βολή.
Δεν έχω σπίτι για να μείνω,
ούτε φίλους και γνωστούς.
Ό,τι μ’ απόμεινε ένα δάκρυ,
μια φωνή που δεν ακούς.
Έχει στερέψει η αντοχή μου,
με το ζόρι περπατώ.
Έχω το θάνατο παρέα
κι απ’ το χέρι τον κρατώ.