Δέκα η ώρα κι έξω βρέχει και θερίζει
και το ταξί μου σαν αλήτης τριγυρίζει,
έχω πελάτη που στ’ αυτί μου μου μιλάει
για μια γυναίκα που τα ρούχα του πουλάει.
Και το μυαλό μου πάει σε σένα
το καλοσκέφτομαι, μπα δεν υπάρχει θέμα,
μα ο πελάτης μου ήταν σίγουρος κι αυτός
και του την έφερε ο φίλος του ο γιατρός.
Νυχτερινά δρομολόγια
στην άλλη άκρη της πόλης,
νυχτερινά δρομολόγια
θεέ μου τι μου σκαρώνεις.
Παίζει η κασέτα τα τελευταία
παίρνω ζευγάρι για τον Περαία,
στο πίσω κάθισμα αγάπες και φιλιά
και στον καθρέφτη μου καλό το σινεμά.
Της λέει ο τύπος παράτησε τον
κι εκείνη όχι μου τα φέρνει άφησε τον,
λέω να επέμβω μα η θέση μου λεπτή
κάνω καλύτερα ενός λεπτού σιγή.
Νυχτερινά δρομολόγια
στην άλλη άκρη της πόλης,
νυχτερινά δρομολόγια
θεέ μου τι μου σκαρώνεις.
Σκηνή περίεργη σε μια γωνία
είναι δυο τύποι που κάνουν φασαρία,
από την άκρη ξεμπουκάρει το εκατό
καιρός να στρίβουμε δεν είμαστε για εδώ.
Κατά τις έξι θα ‘ρθω σε σένα
ελπίζω να ‘σαι σπίτι πριν από μένα,
στην αγκαλιά σου να με κλείσεις να χαθώ
μην πεις κουβέντα άσε με να κοιμηθώ.
Νυχτερινά δρομολόγια
στην άλλη άκρη της πόλης,
νυχτερινά δρομολόγια
θεέ μου τι μου σκαρώνεις.