Έπαψε η νύχτα να μου λέει παραμύθια
να λέει τάχα πως μια μέρα θα φανείς,
πέταξε επάνω μου μαχαίρι την αλήθεια
ότι με ξέχασες και δε θα ξαναρθείς.
Δε θα ξαναρθείς, μου λέει, δε θα ξαναρθείς,
μες στην αγκαλιά μου πάλι δε θα κοιμηθείς,
δε θα ξαναρθείς.
Έπαψε η νύχτα να μου κάνει τα χατίρια,
να λέει τα πράγματα όπως τα θέλω εγώ,
ήπια την πίκρα μου σ’ ατέλειωτα ποτήρια
αφού μου είπε πως δε θα σε ξαναδώ.
Δε θα ξαναρθείς, μου λέει, δε θα ξαναρθείς,
μες στην αγκαλιά μου πάλι δε θα κοιμηθείς,
δε θα ξαναρθείς, δε θα ξαναρθείς, δε θα ξαναρθείς.
Δε θα ξαναρθείς, μου λέει, δε θα ξαναρθείς,
μες στην αγκαλιά μου πάλι δε θα κοιμηθείς,
δε θα ξαναρθείς.