Το μικρό και το μεγάλο
μια ανοιξιάτικη αυγή
πιάστηκαν από το χέρι
να γυρίσουνε τη γη.
Μπρος να πάνε κάνει ζέστη,
πίσω κρύο τσουχτερό.
Πάγωσε και το μεγάλο
έβρασε και το μικρό.
Κι έτσι μπήκανε τα δυο τους
μ’ ένα βάζο τραχανά
σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι
πάνω στα ψηλά βουνά.
Και με κλάματα και γέλια
παίζανε στον καναπέ
κι έμειναν εκεί για πάντα,
δεν σηκώθηκαν ποτέ.
Κι από το παραθυράκι
αγναντεύανε μαζί
μια την ασημένια νύχτα,
μια τη μέρα τη χρυσή.
Το μικρό και το μεγάλο
κάνανε κι ένα μωρό
που δεν ήτανε μεγάλο
αλλά ούτε και μικρό.
Και πιασμένα από το χέρι
ζήσανε πολύ καιρό,
το χοντρούλι το μεγάλο
και τ’ αδύνατο μικρό.
Dieser text wurde 303 mal gelesen.