Έφυγα από το σπίτι μου
μια μέρα με μπελάδες.
Ήμουν σχεδόν 18,
κι είπα να βρω λογαριασμό,
μακριά απ' τους καυγάδες.
Διάλεξα ένα φορτηγό,
με ξύλα φορτωμένο.
Μάλωσα με τον οδηγό,
γιατί με φώναζε μικρό.
Συνέχισα με τραίνο.
Έχω μάθει να κοιμάμαι,
με την πόρτα ανοιχτή.
Δε φοβήθηκα ποτέ μου,
και θ' ανοίξω άγγελέ μου
τη χρυσή σου φυλακή.
Κοίτα εσύ να με προσέχεις
κι ασ' την πόρτα ανοιχτή,
δεν αλλάζω πια το δρόμο
κι έχω πει στον ταχυδρόμο
πως θα μείνουμε μαζί.
Μπήκα στον ήλιο τον καυτό
κι ήπια νερό μ' αλάτι.
Πάλεψα μ' όλους τους ληστές
κι έκανα λάθος προσευχές
σε δανεικό κρεβάτι.
Είδα την άκρη του γκρεμού
μα μου 'γινε συνήθεια.
Να μη θυμώνω τους θεούς,
να κάνω φίλους τους εχθρούς,
ν' αλλάζω την αλήθεια.
Έχω μάθει να κοιμάμαι,
με την πόρτα ανοιχτή.
Δε φοβήθηκα ποτέ μου,
και θ' ανοίξω άγγελέ μου
τη χρυσή σου φυλακή.
Κοίτα εσύ να με προσέχεις
κι ασ' την πόρτα ανοιχτή,
δεν αλλάζω πια το δρόμο
κι έχω πει στον ταχυδρόμο
πως θα μείνουμε μαζί