Σ’ ένα μουράγιο είχα δέσει
τις πίκρες και τα βάσανα
και νόμιζα ότι, κοντά σου,
μια μέρα πως θ’ ανάσανα,
μια μέρα πως θ’ ανάσανα.
Μα εσύ το χρήμα είχες μανία
κι ήσουν όλο ειρωνεία,
ήρθες, μαζί μου να γελάσεις
και όχι να με ξεκουράσεις.
Σ’ ένα μουράγιο είχα δέσει
τις πίκρες και τα βάσανα
και νόμιζα ότι, κοντά σου,
μια μέρα πως θ’ ανάσανα,
μια μέρα πως θ’ ανάσανα.
Ο πόθος σου κι η απιστία,
με ρίξανε στη συμφορά
και το παράλογό σου κέφι
το πλήρωσα πανάκριβα,
το πλήρωσα πανάκριβα.
Γιατί το χρήμα είχες μανία,
και ήσουν όλο ειρωνεία,
ήρθες, μαζί μου να γελάσεις
και όχι να με ξεκουράσεις.
Σ’ ένα μουράγιο είχα δέσει
τις πίκρες και τα βάσανα
και νόμιζα ότι, κοντά σου,
μια μέρα πως θ’ ανάσανα,
μια μέρα πως θ’ ανάσανα.