Περπατώ κοιμισμένη με την σκέψη κλεισμένη
στων καιρών τα σημάδια, στων ονείρων τα χάδια.
Που μεθούν και μου τρέφουν του κορμιού μου το σπασμό
σ’ έναν ύπνο που μοιάζει ότι πιο ζωντανό.
Περπατώ την Ελλάδα με τη σκέψη λαμπάδα
στις γωνιές την ανάβω, σπέρνω, οργώνω και σκάβω.
Για να βρω τον αρχαίο μυστικό ποταμό
στου Αχέροντα τ’ άστρα να ζητήσω χρησμό.
Περπατώ μεθυσμένη μια για πάντα αλλαγμένη
με χρυσό σκουλαρίκι και κοντό δεκανίκι.
Του Διογένη κρατώ αναμμένο φανό
σε τοπίο ξεχασμένο από κάποιο θεό.
Περπατώ την Ελλάδα με τη σκέψη λαμπάδα
στις γωνιές την ανάβω, σπέρνω, οργώνω και σκάβω.
Για να βρω τον αρχαίο μυστικό ποταμό
στου Αχέροντα τ’ άστρα να ζητήσω χρησμό.
Ο χρησμός δεν μιλάει κι η σιωπή του με πάει
να ψαρέψω πιο κάτω στης ψυχής μου τον πάτο.
Τυλιγμένη στα σκούρα και ντυμένη σκοτάδια
και ξανά να αρμενίζω στων ονείρων τα βράδια.
Περπατώ την Ελλάδα με τη σκέψη λαμπάδα
στις γωνιές την ανάβω, σπέρνω, οργώνω και σκάβω.
Για να βρω τον αρχαίο μυστικό ποταμό
στου Αχέροντα τ’ άστρα να ζητήσω χρησμό.