Διά σημάδιν έχω λιόντα
στην ώχραν όπου `ν γοιόν άστρον,
πράσινον δεντρόν σαν κάστρον
πάντα στέκεται θωρώντα,
μ’ όρεξην παντές βιγλώντα
του δεντρού τους κλώνους χάσκει,
να πηδήση πάνω πάσκει
και γι’ αυτόν στέκει στεκόντα.
H καρδιά μου με τον λιόντα
τούτον εμπορεί να μοιάση
απού του δεντρού να πιάση
την κορφήν πάσκει πηδώντα,
η καρδιά μου πεθυμώντα
στα ψηλά θεν να πετάση
και μην δύνοντα να φτάση
στέκει χαμηλά κλαμόντα.