Σαν τον αέρα επλώθηκε στ’ αόρι το μαντάτο
κι αγύρευτο δεν έφηκε κονάκι και μιτάτο.
Τσιμογελά η ανατολή, λαμποκοπά η φύση
και ένας μπαξές εγίνηκε που ‘χει μ’ αθούς γεμίσει.
Έλλαξ’ η γιόψη τση κορφής, τα σκολινά τζη βάνει
και βγαίνει στσ’ άδολης χαράς το γελαστό σεργιάνι.
Φωνές και γέλια και χαρές και χωρατά γροικούνται,
κι απ’ τη βαβούρα τα βουνά και τα χαράκια σούνται.