Έχω τον πόνο σου στο στήθος μου
και τον χαϊδεύω, του μιλώ,
τον λέω άσπρο τριαντάφυλλο,
τον λέω νεράκι της αυγής,
ματάκι, ποιος σε θόλωσε,
ματάκι, ποιος σε θόλωσε.
Η λυπημένη σου φωνή
έγινε ένα πουλάκι,
από κλαρί σ’ άλλο κλαρί,
κανείς δε σου μιλά,
από κλαρί σ’ άλλο κλαρί,
πίκρανες το φεγγάρι.
Σ’ άκουγε του Θεού η καρδιά
κι έτρεμαν τα λουλούδια,
σ’ άκουγα που ταξίδευες,
είπα πως είναι νύχτα,
η νύχτα με τ’ αστέρια της,
είπα πως είναι νύχτα.
Ο ήλιος εβασίλεψε
και το φεγγάρι εχάθη,
ματάκι, ποιος σε θόλωσε,
ματάκι, ποιος σε θόλωσε,
ματάκι, ποιος σε θόλωσε,
ματάκι, ποιος σε θόλωσε.
Η λυπημένη σου φωνή
έγινε ένα πουλάκι,
από κλαρί σ’ άλλο κλαρί,
κανείς δε σου μιλά,
από κλαρί σ’ άλλο κλαρί,
πίκρανες το φεγγάρι.
Σ’ άκουγε του Θεού η καρδιά
κι έτρεμαν τα λουλούδια,
σ’ άκουγα που ταξίδευες,
είπα πως είναι νύχτα,
η νύχτα με τ’ αστέρια της,
είπα πως είναι νύχτα.