Ξεκινάω με μια ιστορία από μια δεκαετία
μια παλιά φωτογραφία είναι η βασική αιτία
που βρήκα στο συρτάρι πεταμένη μαζί μ’ άλλες
σ’ αναμνήσεις που μου φάνηκαν μεγάλες.
Είναι ο πατέρας μου με κάτι κολλητούς του στα ωραία
κι έχουν ένα πιτσιρίκο χαμογελαστό παρέα
τον διάσημο τον κούκο τον μονό
του καφενείου το γκαρσόνι το ορφανό.
Όταν στεκόταν σε όποιον κράταγε τα κόκαλα στο χέρι
του έφερνε δίπλα το χαμένο του αστέρι
κρυφοκοίταζε στην τσόχα την πρέφα απ’ τον Θανάση
ενώ άδειαζε τασάκια ή κρατούσε το φαράσι.
Λοιπόν ο κούκος ο μονός φυσιογνωμία
τσιγαρίλα όλα τα χρόνια και στην τσέπη μία
όταν μεγάλωσε τα λίγα ρούχα του έκανε μπόγο
πήρε έναν άσο και το `ριξε στον τζόγο.
Η πρώτη κέντα νωρίς, τα πρώτα φράγκα
τον ίσιωσαν για τα καλά τον στάνιαραν τον μάγκα
πήρε αέρα να σου λοιπόν και τ’ αλογάκια
τα κέρδη στον αέρα όμως με λίγα λογάκια.
Δε θα μπορείς να καταλάβεις για τον κούκο τον μονό
που είχε χωθεί σε μονοπάτι στενό
διάλειμμα να καθαρίσει το τερέν
και θα σου πω για τα υπόλοιπα μετά το ρεφρέν.
Αν δε στα πάρω ζωή δε θα ησυχάσω
στο μανίκι έχω κρυμμένο έναν άσο.
Απ’ το όνειρό του μέχρι να μείνει στεγνός
θα σε τρέχει ο κούκος ο μονός.
Την καλή δε με νοιάζει αν την πιάσω
φτάνει τύχη μου ξανά να σε προφτάσω.
Έλα κοντά του τώρα είναι γεγονός
διάσημος παντού είναι ο κούκος ο μονός.
Τραβήχτηκε λοιπόν σε τραπέζια μεγάλα
κι αν τους έτρωγε λίγο θα `χε και του πουλιού το γάλα
μα αυτός ήθελε την τύχη να στριμώχνει
κι ότι κερδίζει κάπου δίπλα να τα σπρώχνει.
Τα’λεγε καλά με τους άσους και τα τζόκερ
παιδί της μπλόφας, καλός στο πόκερ
κι αν του καθότανε καλά μαζεμένα στη σειρά
άλλαζε μοτίβο την χωνώταν σε μωρά.
Αυτά από χέρι λεφτά χαμένα
κερδισμένα έτσι κι αλλιώς δεν τα `χε δουλεμένα
μια μπίλια στο ζερό και ήτανε νέτα
τότε κυλούσε χρόνος και ρουλέτα.
Πέρασαν χρόνια γέρασε κι αυτός και η τύχη νέα
του `μοιασε γκόμενα πιο δύσκολη πιο ωραία
βάρυναν τα ζάρια, τον ξέχασαν και οι άσοι
το μόνο σίγουρο είχε εκείνο που θα χάσει.
Λίγα τα φράγκα πολλές οι τράκες
τα δώρα από τις γκόμενες τα `σπαγε σε μάρκες
μέχρι που έμεινε απ’ την τύχη ορφανός
ο διάσημος ο κούκος ο μονός.
Αν δε στα πάρω ζωή δε θα ησυχάσω
στο μανίκι έχω κρυμμένο έναν άσο.
Απ’ το όνειρό του μέχρι να μείνει στεγνός
θα σε τρέχει ο κούκος ο μονός.
Την καλή δε με νοιάζει αν την πιάσω
φτάνει τύχη μου ξανά να σε προφτάσω.
Έλα κοντά του τώρα είναι γεγονός
διάσημος παντού είναι ο κούκος ο μονός.
Παίρνει κουράγιο, στήνει παιχνίδι τελευταίο
την είδε να κερδίζει ή να `ναι το μοιραίο
δεν βρήκε άγγελο στοίχημα την ζωή να παίζει
και κάλεσε τον διάολο να κάτσει στο τραπέζι.
Μοίρασαν κάρτες χαρά πήρε με δυο πιπίνια
για λίγο νόμιζε ότι του έσπασε η γκίνια
ρίχνει τα ρέστα του και δείχνει φλός
όμως ο διάολος δεν ήτανε τυφλός.
Είδε έναν άσο να βγαίνει απ’ το μανίκι
τον είχε κλέψει ο κούκος ήθελε την νίκη
μα δεν του βγήκε κι απ’ τη ζωή έμεινε στεγνός
ο φίλος μας ο κούκος ο μονός.