Τα μάτια, λέει, δείχνουνε εκεί που πονάς
με κύκλους κρεμασμένους στις γωνιές του κορμιού μας
μα εσύ ένα κορίτσι μιας μικρής γειτονιάς
το έμαθες και άρχισες να γδύνεις το νου μας
Στο χέρι σου υπάρχει κι η γραμμή της ζωής
που πάει όσο πάει και κανείς δεν το ξέρει
φοβάσαι να το δείξεις και φοβάσαι να βρεις
την άκρη μιας γραμμής που απ’ την αρχή θα σε φέρει
Για πες μου πως μπορείς εσύ να μην αγαπάς
τους φίλους, τις παρέες σου ακόμα και μένα
να ξεδιπλώνεις χάρτες τις στιγμές που πετάς
πυξίδα, πυξίδα, πυξίδα για μένα
Γιατί οι εποχές που πέρασαν δε σ’ έχουν αφήσει
γιατί ποτάμι να είναι πίκρα σου που θα ξεχειλίσει
Για πες μου πως μπορείς εσύ να μην αγαπάς
τους φίλους, τις παρέες σου ακόμα και μένα
Κοιτάζεις τι είναι αλλιώτικο για να το δεχτείς
και ας ξέρεις πως για σένα αυτό δεν έχει ουσία
καλό να ξεχωρίζεις, πιο καλό να μπορείς
να διώχνεις από μέσα σου την υπεραξία
Η πόλη που μας γέννησε μας διώχνει μακριά
και τις φωλιές που κτίσαμε με τρόπο γκρεμίζει
μα εμείς που δεν ζητήσαμε ποτέ τα πολλά
το πάθος μας φυλάξαμε και αυτό μας φωτίζει
Γιατί οι εποχές που πέρασαν δε σ’ έχουν αφήσει
γιατί ποτάμι να είναι πίκρα σου που θα ξεχειλίσει
Για πες μου πώς μπορείς εσύ να μην αγαπάς
τους φίλους, τις παρέες σου ακόμα και μένα
Για μάθε επιτέλους μόνη να περπατάς...
Για μάθε να αγαπάς, να αγαπάς τον καθένα
Για μάθε να αγαπάς, να αγαπάς τον καθένα
Για μάθε να αγαπάς, να αγαπάς, να αγαπάς, να αγαπάς...