Από το ξενύχτι το κεφάλι μου βαρύ
και τα τσιγάρα ένα γύρο πεταμένα,
αράζω κάθε βράδυ μες στα ουζερί
ζητώντας μήπως και τρακάρω πάλι εσένα.
Κι όταν γεννιέται το πρωί
κι η νύχτα δε μ’ αφήνει,
θαρρείς, ακούω μια φωνή
απ’ την δική σου την ψυχή
που λίγο λίγο σβήνει.
Από το ξενύχτι το κεφάλι μου βαρύ,
βαθύ σκοτάδι να γλιστρά στα κρύα τζάμια
κι απ’ το τζουκ μποξ θανάσιμη η μουσική
κι οι αναμνήσεις σου να σφίγγουν σαν πλοκάμια.
Κι όταν γεννιέται το πρωί
κι η νύχτα δε μ’ αφήνει,
θαρρείς, ακούω μια φωνή
απ’ την δική σου την ψυχή
που λίγο λίγο σβήνει.