Η Φάννυ μπαίνει στο μπαράκι, απόψε σχόλασε νωρίς.
Ε μπάρμαν...βάλε μου μια βότκα. Μην έτυχε τ’ αγόρι μου να δεις;
Τα πίνει εδώ τις νύχτες που εγώ αργώ.
Ο μπάρμαν λεει: Φάννυ άκου, τον άντρα σου έχω κολλητό
μα θέλω μόνο το καλό σου και ψέμα δεν μπορώ να πω.
Δε θα φανεί, γυρνά με μια μελαχρινή!
Η Φάννυ είναι υπόδειγμα γυναίκας, σε όλους πάντα αγαπητή.
Το γάμο σκέφτεται μονάχα, γι’ αυτό δουλεύει σα σκυλί,
ενώ αυτός γυρνά και χάνεται διαρκώς.
Δε θα `ταν δώδεκα η ώρα που ακούστηκε η πνιχτή της στριγκλιά.
Αμέσως το `χε μετανιώσει που του `ριξε τη μαχαιριά.
Του λέει: Γιατί; Τι σου `λειπε απ’ τη ζωή;
Εκείνος είναι πλέον τελειωμένος, το νιώθει μα χαμογελά.
Μωρό μου και να θες δε θα μπορέσεις να καταλάβεις τελικά
τι είναι αυτό που μου ρουφάει το μυαλό.