Γουλιά, γουλιά αδειάζει το ποτήρι,
ποτήρι το ποτήρι ακολουθεί.
Γουλιά, γουλιά δε μου χαλά χατίρι
η αλκοόλη όταν στο αίμα μου απλωθεί.
Σαν σύννεφο πλανιέται η λογική μου
και οι θαμώνες γίνονται πιο προσιτοί.
Δεν είμαι αλκοολικός μα σαν νυχτώνει,
τις σκέψεις να αποφύγω δεν μπορώ.
Δεν είμαι αλκοολικός μα με φουντώνει
στο στόμα μου σαν νιώθω το ποτό.
Τα κερασένια χείλη της με πίνουν,
τι κι αν αυτή μ’ έχει ξεγράψει από καιρό.
Σαν πιάνεις τη ματιά μου αφηρημένη,
να χάνεται στου μπαρ τη μουσική,
το βλέμμα μου απλανές αν δεις να μένει,
δεν πάει να πει πως έχω απελπιστεί.
Δεν είμαι μεθυσμένος μα μετράω
το στοίχημα μου αυτό με τη ζωή.