Το σπίτι μου σε μια γωνία
στην κοινωνία
σε μία διασταύρωση.
Περνάν τ’ αμάξια και φρενάρουν
ήσυχα φρένα
κι όχι πως θέλω να με πάρουν
θέλω μονάχα να `ρθουν για `μενα.
Να ξέρεις δεν κοιμόμουνα
ολόκληρο το βράδυ
λαχτάραγα κι ερχόμουνα
κι ανάσαινα σκοτάδι.
Να ξέρεις δεν κοιμόμουνα
κι ανέβαινα με `σενα
σε λόγια συγκρουόμενα
και γέλια απελπησμένα.
Το σπίτι μου σ’ ένα μπαλκονι
μ’ ένα σεντόνι
τυλίχτηκε η συνάντηση.
Φοβάται η νύχτα να προδώσει
ψέματα λέει
κι όχι πως θέλω να με σώσει
θέλω μονάχα κι αυτή να κλαίει.