Ἀπάνω ποὺ σ᾿ ἀγάπησα, ἔφυγες ἕνα βράδυ
κι ἔμεινε ἄσχημη πληγὴ πάνω στὸ φυλλοκάρδι.
Τώρα σὲ πόλεις, σὲ χωριά, στὰ ὄρη τριγυρίζω,
στοὺς κάμπους ψάχνω νὰ σὲ βρῶ, πίσω νὰ σὲ γυρίσω.
Κι ἂν δὲ σὲ βρῶ, κι ἂν δὲ σὲ βρῶ, κάτι βρῆκα νὰ κάνω,
κάτι νὰ κάνω πειστικό, ὅλο νὰ ψάχνω, νὰ γυρνῶ.
Μοῦ ῾παν πὼς σὲ τρακάρανε, κάπουσ τὶς Γερμανίες,
ἄνθη στὰ κέντρα νὰ πουλᾶς, λεμόνια στὶς πλατεῖες.
Τζιτζίκια σὲ στολίζανε, ὅταν χαμογελοῦσες,
τὶς ὧρες ποὺ καθόμαστε καὶ εὐφυῶς σιωποῦσες.
Σὰν ὄνειρο φαντάζομαι τὴν ὥρα ἐκείν ἐκείνη
ποὺ θὰ σὲ βρῶ, ποὺ θὰ σὲ βρῶ, καὶ θὰ σὲ βάλω στὸ σταυρό.