Με βρήκανε μικρό μικρό δίχως να μ’ εξετάσουν
'ποφάσισαν οι συγγενείς να μ’ αρραβωνιάσουν,
'ποφάσισαν οι συγγενείς να μ’ αρραβωνιάσουν.
Κι αμέσως μ’ αρραβώνιασαν σε πατριώτισσά μου
που αβαντζάριζε πολύ τα χρόνια τα δικά μου,
που αβαντζάριζε πολύ τα χρόνια τα δικά μου.
Κάθε γιορτή περίπατο και έξοδα μεγάλα
γιατί το θέλει ο συρμός κι η μόδα στην Καβάλα.
Στον πρώτο τον περίπατο πλήρωσα μία λίρα
γιατί έπινα `γώ τσίπουρο και η κοκόνα μπύρα,
γιατί έπινα `γώ τσίπουρο και η κοκόνα μπύρα.
Σκέπτομαι και μονολογώ "Βρε μπουνταλά τι κάνεις;
έχεις εσύ τον τρόπον σου για μπύρες και σιαμπάνιες,
έχεις εσύ τον τρόπον σου για μπύρες και σιαμπάνιες".
Ένας εργάτης άνθρωπος που παίρνεις δέκα γρόσσια
είσαι για τέτοια έξοδα ή παίζω με τα κότσια.
Στον δεύτερον περίπατον λουκούμια παραγγέλω
και μ’ απαντά στα σοβαρά "Λουκούμια εγώ δε θέλω",
και μ’ απαντά στα σοβαρά "Λουκούμια εγώ δε θέλω".
Να παραγγείλωμε καφε η κα `να δυο παστίτσια
"Αυτά τα πίνουν τα παιδιά και όχι τα κορίτσια",
"Αυτά τα πίνουν τα παιδιά και όχι τα κορίτσια".
Ήτανε φύση έξυπνη και μαργιολιές γεμάτη,
τραβήχτηκε με σοβαρό και γύρισε την πλάτη.
Εβγήκα από την πόρτα της χωρίς να κουβεντιάσω
δεκάξη μήνας έκαμα ’πό `κεί για να περάσω,
δεκάξη μήνας έκαμα ’πό `κεί για να περάσω.
Και παίρνω ένα ορφανό, μία πτωχή κοπέλα,
που ήτανε παντέρημη `πό μάνα `πό πατέρα,
που ήτανε παντέρημη `πό μάνα `πό πατέρα.
Μου εδώσαν το χωριστικό και πλήρωσα δυο λίρες,
εκείνες όπου γλίτωσα τες αλληνής τες μπύρες.