Νιφάδα από χιόνι που πέφτει στη λάσπη και λιώνει
δεντράκι που ο άγριος αέρας του σπάει τα κλαδιά
στο χώμα χρυσάφι θαμμένο κανείς δεν το βρήκε
κι εγώ παλεύω να ζήσω κι ας μην έχω τώρα καρδιά
Και ψάχνω από δω και ψάχνω από κει
και τίποτα πια δε μου μένει
και τρέχω από δω και τρέχω από κει
μα οι δρόμοι είναι όλοι κλειστοί
Και σου φωνάζω "γύρνα, άκουσέ με"
και με τυλίγει μια μυστήρια σιγή
και σου φωνάζω "γύρνα, κοίταξέ με"
και μου απαντάς με μια άδεια σιωπή
Δυο μάτια αθώα δυο αστέρια που πέφτουν στο σύμπαν
χαμόγελο που έσβησε κι άναψε ουράνια φωτιά
να κάψει το άδικο φωτίζοντας την ελπίδα
να ζήσεις, να ζήσω, να είμαστε πάλι αγκαλιά.