Η ιστορία αυτή, που έγινε ωδή
Και υμνεί τους άνεμους, τα κύματα, τις θάλασσες
Για ένα παιδί μικρό, ξένο και φτωχό
Που σαν ηλιαχτίδα έφερε τον άνεμο
Μια φορά κι έναν καιρό καθώς πήγαινε σε δάσος
Τρέχοντας αισθάνθηκε και βρήκε ένα περίεργο, παράξενο φυτό
Το κοίταξε καλά και άγγιξε τα πέταλα του κόκκινα απαλά
Αλλά η κόκκινη μπογιά του έλουσε, του έβαψε τα χέρια
Μικρό παιδί τι κάνεις,
την παπαρούνα αυτή σαν ακουμπάς ;
Μήπως είναι παιχνιδάκι,
ή μήπως μαργαρίτα να μαδάς;
Με αυτό λοιπόν το κόκκινο το χρώμα
Να λούζεσαι και να βάφεις τα μαλλιά σου
Μίγμα πικρό με το νερό να γίνει
Στην κολυμπήθρα του θανάτου για να μπεις
Και σαν μικρό τριαντάφυλλο να αφήνεις
Στης Λίμνης το Γαλάζιο μια γραμμή