Τα πιο ωραία όνειρα πριν ξημερώσει φεύγουν,
σαν περιστέρια ολόλευκα στ’ άγνωστο ταξιδεύουν.
Σ άγνωστους δρόμους χάνονται ξωπίσω τους πηγαίνω,
με του ονείρου τα φτερά στην άλλη όχθη βγαίνω.
Φεύγω, πηγαίνω στις πηγές μια χάρη να ζητήσω,
θέλω να γίνω ποταμός, την έρημο ν’ ανθίσω.
Πηγαίνω πίσω στις πηγές μια χάρη να ζητήσω,
θέλω να γίνω ποταμός μέσα σου να κυλήσω.
Είναι ψυχές τα όνειρα που σώματα αλλάζουν
και όσα δεν άντεξαν το φως τον ύπνο μου ταράζουν.
Μαζί τους μπαίνω στο χορό κι όταν το βήμα χάνω,
το τελευταίο όνειρο από το χέρι πιάνω.