Πώς πέρασαν τα νιάτα μας, δίχως απόδοση καμμιά,
στις λεωφόρους τις πλατιές και στα σοκάκια τα στενά,
πώς σβήστηκε απ΄ τα στήθια μας η πρώτη αποθυμιά
για σερενάτες βραδινές και λυγμοτράγουδα ορθρινά.
Κι όμως ακόμη απόμεινε κάτω απ΄ τη στάχτην η φωτιά,
πυρώνοντας μερονυχτίς τη βουβαμένη μας καρδιά,
κ΄ έστω μιαν ώρα, μια στιγμή, στα φτωχικά μας γηρατειά,
θα μας κυκλώσει ο λυτρωμός, μιαν ανοιξιάτικη βραδιά.-